- υπαλληλάκος
- ο, Νυπαλληλίσκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. εμπορ-άκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπαλληλίσκος — ο, Ν 1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος 2. υπάλληλος μικρής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τυρανν ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ.… … Dictionary of Greek